χαμαικέρασος

χαμαικέρασος
ο, η, ΝΑ
(λόγ. τ.) η χαμοκερασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + κέρασος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαμαικέρασος — dwarf cherry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαικέρασον — χαμαικέρασος dwarf cherry masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Prunus fruticosa — European dwarf cherry P. fruticosa flowers Scientific classification Kingdom: P …   Wikipedia

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμαικεράσιον — τὸ, Α [χαμαικέρασος] το χαμοκέρασο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”